Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Ελαφρώς αργοπορημένη

Προ ημερών καθόμουν με το Βύρωνα σε ένα ωραιότατο καφέ, στο κέντρο. Απέναντι ακριβώς απο ένα κτίριο που έχω ερωτευτεί.


Είναι ένα τεράστιο νεοκλασικό στο κέντρο της πόλης. Έχει τον αέρα μιάς άλλης εποχής, με κρινολίνα και άμαξες. Φαντάζομαι τα δωμάτιά του ψηλοτάβανα και ευρύχωρα, με ξύλινα πατώματα και εσωτερικές σκάλες... Ο χώρος όμως που μου κέντρισε αρχικά το ενδιαφέρον είναι μια τεράστια αποθήκη που βρίκεται στο ισόγειο, στο επίπεδο του δρόμου. Όπως φαίνεται απο κάποιες παλιές επιγραφές, στο ισόγειο στεγαζόταν σιδηρουργείο. Υπάρχουν δύο ή τρείς χώροι που δεν ξέρω ακριβώς τη χρήση τους, γιατί οι πόρτες είναι συνήθως κλεισμένες με κατεβασμένα τα σιδερένια ρολά. Μερικές φορές όμως, σπάνια είναι η αλήθεια, κάποιος ανοίγει και τότε μπορώ να ρίξω μιά ματιά στο εσωτερικό. Μία απο αυτές τις σπάνιες φορές, αντίκρυσα ένα θέαμα εξωπραγματικό, αέρινο, λές και έριχνα μία ματιά σε μια άλλη διάσταση μέσα απο την ανοιχτή γκαραζόπορτα, σαν να έμπαινα μέσα σε ζωντανό πίνακα.

Μέσα στον τεράστιο χώρο, σκοτεινό στα μάτια μου που είχαν συνηθίσει στο φώς, είδα, στο βάθος, υποφωτισμένο απο κάποιο φωταγωγό, ένα αυτοκίνητο με στρογγυλά φανάρια να κρέμεται απο χοντρές αλυσίδες απο το ψηλό ταβάνι. Οι τοίχοι ήταν απο αρχαία πέτρα και στο πρόσωπό μου ερχόταν ένα ψυχρό ρεύμα που μύριζε κλεισούρα, παλιοκαιρία, υγρασία και γη. Όλο αυτό διήρκησε για μερικά δευτερόλεπτα, μέχρι να προσπεράσω την γκαραζόπορτα, αλλά αρκούσε για να το θυμάμαι για μια ζωή.

Καθόμασταν, λοιπόν απέναντι απο το αγαπημένο μου κτίριο και μιλούσαμε περι ανέμων και υδάτων, αυτές οι υποθετικές κουβέντες που πάντα μου αρέσουν, "τί θα έκανες αν...". Είπα πων αν κέρδιζα τον πρώτο αριθμό του λαχείου ,θα αγόραζα αυτό το κτίριο και θα το έκανα ξενοδοχείο. Έχω σκεφτεί όλες τις λεπτομέρειες...Περνάνε απο το μυαλό μου σα να παρακολουθώ το ντοκουμέντο της ανακατασκευής του σε fast forward.

Κάποιο πρωί, μερικές μέρες μετά, περνώντας ξανά απο την περιοχή, πηγαίνοντας στο γραφείο, είδα οτι ένα απο ρολά ήταν ανεβασμένο και η πόρτα ανοιχτή. Έριξα πάλι μια ματιά μέσα, και είδα στο μισοσκόταδο μια αντρική φιγούρα, φωτισμένη απο ένα γλόμπο μόνο, σκυμμένη πάνω απο κάτι που συγκέντρωνε την προσοχή του. Καθόταν πίσω απο μια ξύλινη κατασκευή με γραφείο, σαν αρχαίο γκισέ. Χαμογέλασα και προσπέρασα.

Συνεχίζοντας στο δρόμο μου, μου ήρθε στο μυαλό μία ιστορία που μου αρέσει. "Η πόρτα στον τοίχο" του Χ. Τζ. Γουέλς. Μιλάει για κάποιον, εξέχουσα προσωπικότητα της πολιτικής σκηνής στην εποχή του, που όταν ήταν μικρός βρέθηκε σε έναν υπέροχο μαγικό κήπο ευτυχίας, γαλήνης, αγάπης, αποδοχής, συντροφικότητας, ανοίγοντας μια πράσινη πόρτα σε έναν λευκό τοίχο σε μια άγνωστη γειτονιά. Προσπάθησε μάταια να ξαναβρεί αυτή την πόρτα, αλλά εκείνη πάντα εμφανιζόταν σε κάποια σημαντική στιγμή της καριέρας του και αυτός πάντα προσπερνούσε γιατί οι ανειλλημένες υποχρεώσεις του δεν του επέτρεπαν καθυστερήσεις. Μέχρι που ένα βράδυ, ψάχνοντας απεγνωσμένα τον κήπο της παιδικής του ηλικίας, ανοίγει μια πράσινη πόρτα σε εναν ασπρισμένο τοίχο...που όμως ανοιγε στο εργοτάξιο του μετρό. Πέφτει στο φρεάτιο και σκοτώνεται. Και ο αναγνώστης αναρωτιέται αν τελικά βρήκε αυτό που έψαχνε...

Σταματάω στο φανάρι, κάνω μεταβολή και πάω πίσω στο μαγαζάκι με σκοπό να ρωτήσω σε ποιόν ανήκει το κτίριο και τελωσπάντων, ό,τι μου κατέβει στο κεφάλι. Φτάνω στην πόρτα που τώρα είναι κλειστή. Γυρίζω την πετούγια... είναι κλειδωμένη. Κοιτάζω τον εαυτό μου στο τζάμι της πόρτας και χαμογελάω. Έπρεπε να το περιμένω. Δεν πέρασαν περισσότερα απο 5 λεπτά και όμως η ευκαιρία μου χάθηκε. Η στιγμή πέρασε και τώρα είμαι απλά κάποια που θα φτάσει στο γραφείο ελαφρώς αργοπορημένη....